κύματ'

κύματ'
κύ̱ματα , κῦμα
anything swollen
neut nom/voc/acc pl
κύ̱ματι , κῦμα
anything swollen
neut dat sg
κύ̱ματε , κῦμα
anything swollen
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • AEGAEUM Mare — vulgo Archipelago, Turcis Acdenix, teste Leunclaviô, i. e. Mare album, ut opponitur Ponto Euxino, quam Garadenix appellant, i. e. Mare nigrum, pars maris Mediterranei, Europam ab Asia dividens, in quo insulae plurimae Cyclades sunt, et Sporades.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ζαλόεις — ζαλόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος σάλο, τρικυμιώδης, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + κατάλ. οεις (πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ηερόεις — ἠερόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. και ιων. τ. τού άχρ. ἀερόεις) 1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερός («ἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.) 3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς 4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» η… …   Dictionary of Greek

  • ηθμώδης — ἠθμώδης, ες (Α) ο ηθμοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, ογκ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • θαυματόεις — θαυματόεις, εσσα, εν (Α) θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, ατος + κατάλ. –όεις (πρβλ. αιματ όεις, κυματ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • θυμόεις — θυμόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. όεις, πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις] …   Dictionary of Greek

  • καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”